- νιφόβλητος
- νῐφό-βλητος, ον, = foreg.,A
ὥρη Opp.C.1.429
; ἄκρα ib.3.314.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὥρη Opp.C.1.429
; ἄκρα ib.3.314.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] … Dictionary of Greek
νιφοβλήτοιο — νιφόβλητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτοισιν — νιφόβλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτους — νιφόβλητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτων — νιφόβλητος masc/fem/neut gen pl νιφοβλής masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτῳ — νιφόβλητος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)